- μουεζίνης
- ο муэдзин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουεζίνης — (τουρκ. muezzin, αραβ. muaddin). Πρόκειται για τον λειτουργό του τεμένους στην ισλαμική θρησκεία. Καθήκον του είναι να πραγματοποιεί μεγαλόφωνα, από το ύψος του μιναρέ, την αδάν, την πρόσκληση δηλαδή σε προσευχή, η οποία συνίσταται σε σύντομους… … Dictionary of Greek
μουεζίνης — ο (λ. τουρκ.), θρησκευτικός λειτουργός των μουσουλμάνων που καλεί από το μιναρέ του τζαμιού τους πιστούς σε προσευχή, ο χότζας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιμάμης — Λειτουργός σε μουσουλμανικό ναό, χότζας ή μουεζίνης. Η λέξη ι. είναι αραβική (imam) και στον μουσουλμανικό κόσμο προσέλαβε διάφορες σημασίες ανάλογα με τις περιστάσεις. Η αρχική σημασία της είναι εκείνος που στέκεται μπροστά, ο προκαθήμενος και… … Dictionary of Greek
μιναρές — Πύργος από τον οποίο καλούνται σε προσευχή οι μουσουλμάνοι. Είναι χτισμένος δίπλα στο τζαμί ή αποτελεί τμήμα του. Οι πρώτοι μ. είχαν συνήθως μια στριφτή εσωτερική σκάλα. Οι μ. της Αιγύπτου, του Ιράκ, του Ιράν και των χωρών της Κεντρικής και Μέσης … Dictionary of Greek
τζάμι — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… … Dictionary of Greek
τζαμί — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
μιναρές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), ψηλός και στενός πύργος μουσουλμανικού τεμένους (τζαμιού) με εξώστη, όπου ανεβαίνει ο μουεζίνης (μουσουλμάνος ιερωμένος) για να καλέσει τους πιστούς να προσευχηθούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)